investment

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
investment investments

Ετυμολογία

investment < invest + -ment

Ουσιαστικό

investment (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η επένδυση, η ενέργεια του να επενδύω χρήματα σε κάτι
    a public investment program - πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επένδυση, τα χρήματα που επενδύω ή το πράγμα στο οποίο επενδύω
    His investments pay him good interest.
    Οι επενδύσεις του του αποφέρουν καλό τόκο.

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη invest

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.