intimité
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
intimité
intimités
Ουσιαστικό
intimité
(fr)
θηλυκό
(
λόγιο
)
εσωτερικός και βαθύς χαρακτήρας· κάτι που παραμένει εσωτερικό και μυστικό
η
οικειότητα
η
προσωπική
,
ιδιωτική
ζωή
η
άνεση
(ενός ιδιωτικού χώρου)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.