intake

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

intake (en)

  • εισαγωγή, εισροή, αναρρόφηση, εισρόφηση
  • το σημείο στο οποίο στενεύει ένας σωλήνας, το στένεμα ή στένωμα
  • το σημείο στο οποίο αέρας ή νερό μπαίνει σε έναν αγωγό ή κύκλωμα σε αντιδιαστολή προς το outlet (ως σημείου |εξόδου)
  • αεραγωγός
  • η εισαγόμενη ποσότητα
  • η πρόσληψη διαφόρων διατροφικών στοιχείων από τον ανθρώπινο οργανισμό

Ρήμα

intake (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.