injection attack
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
injection attack (en)
- (πληροφορική) εισαγωγή από χάκερ ειδικών εντολών σε πρόγραμμα που εκτελείται, ώστε να μεταβάλλει την ροή της εκτέλεσής του, με τρόπο που δεν έχει προβλεφθεί και είναι ανεπιθύμητος από τον κατασκευαστή του
Υπερώνυμα
- security hole, vulnerability
-
injection attack στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.