injection
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| injection | injections |

εξήγηση για τον μαθηματικό ορισμό
Ουσιαστικό
injection (en)
- η ένεση
- η έγχυση
- (μαθηματικά) η μονοσήμαντη αντιστοιχία
- (προγραμματισμός) εισαγωγή από χρήστη κώδικα προγράμματος σε πρόγραμμα που εκτελείται, ώστε να μεταβάλλει την ροή της εκτέλεσής του
- υπώνυμα: injection attack
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɛ̃.ʒɛk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| injection | injections |
injection (fr) θηλυκό
- η ένεση
- injection intramusculaire / intraveineuse / sous-cutanée
Συγγενικά
- injectable
- injecté
- injecter
- injecteur
- injectif
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.