impeachment

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

impeachment (en)

  • (νομικός όρος) η απαγγελία κατηγορίας κατά κρατικού αξιωματούχου από τη Βουλή. Στις ΗΠΑ η απαγγελία κατηγορίας εγκρίνεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και η υπόθεση στη συνέχεια εκδικάζεται από τη Γερουσία.
    νομική ή πολιτική εξέταση καθαίρεσης πολιτικού ή άλλου υψηλόβαθμου αξιωματούχου

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.