ibid

Διαγλωσσικοί όροι

Ετυμολογία

ibid. < λατινικά ibidem

Συντομομορφή

ibid. (en) συντομογραφία

  • (βιβλιογραφική παραπομπή) ό.π., όπου και προηγουμένως: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.