id.

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

id. < idem

Συντομομορφή

id. (en) και id συντομογραφία

  • ό.π.: σε υποσημειώσεις χρησιμοποιείται ως βιβλιογραφική αναφορά σε τίτλο που προαναφέρθηκε

Συνώνυμα



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

id. < λατινική idem

Συντομομορφή

id. (fr) και id συντομογραφία

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.