holding company

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
holding company holding companies

Ετυμολογία

holding company <  δείτε τις λέξεις holding και company

Πολυλεκτικός όρος

holding company (en)

  • (οικονομία) εταιρεία συμμετοχών, ιθύνουσα εταιρεία· εταιρεία που δεν παράγει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες, αλλά έχει ως δραστηριότητα την κατοχή μετοχών, και διαφόρων άλλων χρεωγράφων, άλλων εταιρειών, ώστε να τις ελέγχει

Υπερώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.