parent company

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
parent company parent companies

Ετυμολογία

parent company <  δείτε τις λέξεις parent και company

Πολυλεκτικός όρος

parent company (en)

  • (οικονομία) μητρική εταιρεία· εταιρεία που διαθέτει ικανή δύναμη σε ψήφους στη διοίκηση άλλης εταιρεία, που ονομάζεται θυγατρική εταιρεία, μέσω του ποσοστού των μετοχών της θυγατρικής που κατέχει, ώστε να ελέγχει τη διαχείριση και τη λειτουργία της

Υπερώνυμα

Πηγές

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 339. ISBN 9780194325684., λήμμα: εταιρεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.