havre

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
havre havres

Ετυμολογία

havre < havene < μέση ολλανδική havene

Ουσιαστικό

havre (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο ή ιδιωματισμός) μικρό φυσικό ή τεχνητό λιμάνι, καλά προφυλαγμένο, συνήθως στην εκβολή ενός ποταμού
  2. (μεταφορικά, λόγιο) καταφύγιο, λιμάνι
     συνώνυμα: abri, port, refuge
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.