groupie

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

groupie < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
groupie groupies

groupie (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ένθερμος υποστηρικτής ενός μουσικού, τραγουδιστή ή οργανοπαίκτη
     συνώνυμα: admirateur, (οικείο) fan
  2. (μεταφορικά) ένθερμος υποστηρικτής ενός πολιτικού κόμματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.