goof off
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | goof off |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | goofs off |
| αόριστος | goofed off |
| παθητική μετοχή | goofed off |
| ενεργητική μετοχή | goofing off |
Ρήμα
goof off (en)
- (ανεπίσημο, αμερικανικά αγγλικά) τεμπελιάζω, ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτα, ειδικά όταν θα έπρεπε να δουλεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.