goof off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας goof off
γ΄ ενικό ενεστώτα goofs off
αόριστος goofed off
παθητική μετοχή goofed off
ενεργητική μετοχή goofing off

Ετυμολογία

goof off <  δείτε τις λέξεις goof και off

Ρήμα

goof off (en)

  • (ανεπίσημο, αμερικανικά αγγλικά) τεμπελιάζω, ξοδεύω τον χρόνο μου χωρίς να κάνω τίποτα, ειδικά όταν θα έπρεπε να δουλεύω
    Don’t goof off at work!
    Μην ταμπελιάζεις στη δουλειά σου!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη loiter

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.