gonna

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

gonna: συναίρεση του going to

Ρήμα

(be) gonna (en)

  • (ανεπίσημο, modal verb) πρόκειται να, θα, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους μελλοντικούς χρόνους στα αγγλικά  δείτε τους χρόνους ρήματος του future tense
    I am gonna see him tomorrow.
    Πρόκειται να τον δω αύριο.
    He was gonna see him yesterday but he got sick.
    Επρόκειτο να τον δει χθες αλλά αρρώστησε.
    When are you gonna come visit me?
    Πότε θα έρθεις να με επισκεφτείς;
    By the time you come, I am gonna have left.
    Μέχρι την ώρα που έρθεις, θα έχω φύγει.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.