gommage

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
gommage gommages

Ουσιαστικό

gommage (fr) αρσενικό

  1. το σβήσιμο με σβήστρα
  2. καθαρισμός της επιδερμίδας με κατάλληλο παρασκεύασμα που απαλείφει τα νεκρά κύτταρα, γκομάζ

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη gommer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.