gommage
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| gommage | gommages |
Ουσιαστικό
gommage (fr) αρσενικό
- το σβήσιμο με σβήστρα
- καθαρισμός της επιδερμίδας με κατάλληλο παρασκεύασμα που απαλείφει τα νεκρά κύτταρα, γκομάζ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη gommer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.