ravings

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  1. κορακίστικα, παιδικό λογοπαίγνιο με προσθήκη συγκεκριμένων συλλαβών ανάμεσα στις υπάρχουσες
  2. ακαταλαβίστικα, κραυγές χωρίς νόημα, λεκτικές αρλούμπες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.