gabarit
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- gabarit < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɡa.ba.ʁi/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| gabarit | gabarits |
gabarit (fr) αρσενικό
- πρότυπο τεχνικού εξαρτήματος σε αληθινές διαστάσεις
- (κατ’ επέκταση) σχήμα της εξωτερικής μορφής εξαρτήματος που χρησιμεύει στην επαλήθευση των διαστάσεών του
- εργαλείο μέτρησης για την επαλήθευση των διαστάσεων
- προκαθορισμένες διαστάσεις ή μορφές
- πρότυπο
- διάσταση, μέγεθος
- (κατ’ επέκταση) un grand gabarit - μεγαλόσωμος άνθρωπος· un petit gabarit - βραχύσωμος άνθρωπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.