gabarit

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

gabarit < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡa.ba.ʁi/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
gabarit gabarits

gabarit (fr) αρσενικό

  1. πρότυπο τεχνικού εξαρτήματος σε αληθινές διαστάσεις
  2. (κατ’ επέκταση) σχήμα της εξωτερικής μορφής εξαρτήματος που χρησιμεύει στην επαλήθευση των διαστάσεών του
  3. εργαλείο μέτρησης για την επαλήθευση των διαστάσεων
  4. προκαθορισμένες διαστάσεις ή μορφές
  5. πρότυπο
  6. διάσταση, μέγεθος
  7. (κατ’ επέκταση) un grand gabarit - μεγαλόσωμος άνθρωπος· un petit gabarit - βραχύσωμος άνθρωπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.