dependency
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
dependency (en)
- εξάρτηση
- κτήση, εξαρτημένη περιοχή (που ανήκει κάπου)
- (πληροφορική) βιβλιοθήκη (library), πρόγραμμα ή γενικότερα προκατασκευασμένος κώδικας, που είναι απαραίτητος για την λειτουργία ενός προγράμματος
- ※ Program A uses program B. A depends on B. B is A's dependency.
- «Το πρόγραμμα Α χρησιμοποιεί το πρόγραμμα Β. Το Α εξαρτάται από το Β. Το Β είναι εξάρτηση του Α»
- ※ Program A uses program B. A depends on B. B is A's dependency.
Συγγενικά
- depend
- dependee
- dependence
- dependent
- depender
-
dependency στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.