fourbe
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fourbe | fourbes |
fourbe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ύπουλος και ο υποκριτής, ο λωποδύτης, η λωποδύτρια, ο καλοθελητής, η καλοθελήτρα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.