foul play

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

foul play <  δείτε τις λέξεις foul και play

Πολυλεκτικός όρος

foul play (en) (μη μετρήσιμο)

  • η βρομοδουλειά, οι βίαιες εκδηλώσεις, η εγκληματική ή βίαιη δραστηριότητα που προκαλεί το θάνατο κάποιου
    The police suspect foul play.
    Η αστυνομία υποψιάζεται βρομοδουλειά/βίαιες εκδηλώσεις.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.