fob off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας fob off
γ΄ ενικό ενεστώτα fobs off
αόριστος fobbed off
παθητική μετοχή fobbed off
ενεργητική μετοχή fobbing off

Ετυμολογία

fob off <  δείτε τις λέξεις fob και off

Ρήμα

fob off (en)

  • ρίχνω, προσπαθώ να σταματήσω κάποιον να κάνει ερωτήσεις ή να παραπονιέται λέγοντάς του κάτι που δεν είναι αλήθεια
    I fob off someone with promises/excuses.
    Ρίχνω κάποιον με υποσχέσεις/δικαιολογίες.

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.