filius
Λατινικά
(la)
Ουσιαστικό
filius
(la)
αρσενικό
ο
γιος
Κλίση
αριθμός
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
filius
filiī
γενική
filiī
&
fili
filiōrum
δοτική
filiō
filiīs
αιτιατική
filium
filiōs
κλητική
fili
filiī
αφαιρετική
filiō
filiīs
(β' κλίση)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.