estrarre
Ιταλικά
(it)
Ετυμολογία
estrarre
<
λατινική
extràhere
<
ex
-
tràhere
Ρήμα
estrarre
(it)
εκχυλίζω
(
σε τυχερά παιχνίδια
)
κληρώνω
(τον τυχερό αριθμό)
(
τεχνολογία
)
αφαιρώ
με μηχανικό μέσο ή με διαλύτη ένα ή περισσότερα
συστατικά
ενός
μείγματος
(
μαθηματικά
)
εξάγω
(τη
ρίζα
ενός
αριθμού
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.