estampeur

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό estampeur estampeurs
θηλυκό estampeuse estampeuses

estampeur (fr)

  1. τεχνίτης ειδικευμένος στη στάμπα
  2. (οικείο) απατεώνας, που ζει από αισχροκέρδεια
  3. (μόνο στο αρσενικό) εργαλείο για την τεχνική της στάμπας

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό estampeur estampeurs
θηλυκό estampeuse estampeuses

estampeur (fr)

  1. που χρησιμοποιείται για τη στάμπα

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη estampe
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.