erratic

Αγγλικά (en)

Επίθετο

erratic (en)

  1. ασταθής, απρόβλεπτος, αλλοπρόσαλλος, χωρίς συνοχή
  2. παρεκκλίνων, ιδιόμορφος, εκκεντρικός

Ουσιαστικό

erratic (en)

  • (γεωλογία) παγετόβραχος, παγετώνιος βράχος, παγετόλιθος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.