encaisseur
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| encaisseur | encaisseurs |
Ουσιαστικό
encaisseur (fr) αρσενικό
- υπάλληλος τράπεζας ή άλλης εταιρίας που εισπράττει χρέη πηγαίνοντας να βρει προσωπικά τους χρεώστες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη encaisser
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.