elemento
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- elemento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | elemento | elementoj |
| αιτιατική | elementon | elementojn |
elemento (eo)
- το στοιχείο
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- elemento < λατινική elementum
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| elemento | elementi |
elemento (it)
- το στοιχείο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.