effluve
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- effluve < λατινική effluvium
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.flyv/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| effluve | effluves |
effluve (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- η οσμή ενός οποιουδήποτε σώματος
- η ευωδία
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) η αναθυμίαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.