effigie
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɛ.fi.ʒi/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| effigie | effigies |
effigie (fr) θηλυκό
- η αναπαράσταση ενός προσώπου στη ζωγραφική, τη γλυπτική, κ.α., το ομοίωμα
- η « κορόνα », το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ένα ανάγλυφο σχέδιο, πρόσωπο, κ.α.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.