economy
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
economy
economies
Ουσιαστικό
economy
(en)
η
οικονομία
, η σχέση μεταξύ παραγωγής, εμπορίου και προσφοράς χρήματος σε μια συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή
↪
the growth of our
economy
- η ανάπτυξη της
οικονομίας
μας
(
μετρήσιμο
και
μη
μετρήσιμο
)
η
οικονομία
, η αποφυγή της σπατάλης
↪
fuel
economy
-
οικονομία
στα καύσιμα
Πηγές
economy
-
Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.