dzięki
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʥ̑ɛ̃ŋʲci/
- ⓘ
Σημειώσεις
- χρησιμοποιείται μόνο στην ονομαστική και αιτιατική του ενικού ενώ για τις υπόλοιπες πτώσεις και τον πληθυντικό χρησιμοποιείται το podziękowanie
Πρόθεση
dzięki (pl) αρσενικό
- χάριν, χάρη, για χάρη, εξαιτίας, λόγω
- dzięki temu - χάριν αυτού (χάρη σε αυτό, εξαιτίας αυτού, λόγω αυτού κλπ)
- Esperanto jest sztucznym językiem, którego głośniki rośnie od 1887 roku i głównie dzięki internet - η εσπεράντο είναι τεχνητή γλώσσα της οποίας οι ομιλητές αυξάνονται όλο και περισσότερο από το 1887 και, κυρίως, χάρη στο ίντερνετ
Συνώνυμα
- przez
- w wyniku
- z powodu
Σημειώσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.