drawer

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

draw + -er > ουσιαστικό του μέσου 14ου αιώνα: drawer «αυτός που τραβάει (νερό από πηγάδι, κτλ)· αυτός που έλκει τραβώντας, σέρνοντας ή μεταφέροντας», ουσιαστικό δράσης-ενέργειας του ρήματος: draw. Επίσης την δεκαετία του 1560 «σερβιτόρος, μπάρμαν». Απαντώμενο-ομολογούμενο από την δεκαετία του 1570 με την σημασία: «δοχείο σε σχήμα κουτιού τραβήξιμο ή αποσπώμενο με οριζόντιο σύρσιμο σε ντουλάπι-ερμάριο, γραφείο, τραπέζι, κτλ».

Ουσιαστικό

drawer (en)

  1. αυτός που σύρει, τραβάει
  2. το συρτάρι
    We left the mail in the drawer.
    Αφήσαμε την αλληλογραφία μέσα στο συρτάρι.
  3. ο σχεδιαστής (ο καλλιτέχνης που φτιάχνει σχέδια)
  4. ο μπάρμαν που βάζει μπίρα από το βαρέλι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.