double up

Αγγλικά (en)

ενεστώτας double up
γ΄ ενικό ενεστώτα doubles up
αόριστος doubled up
παθητική μετοχή doubled up
ενεργητική μετοχή doubling up

Ετυμολογία

double up <  δείτε τις λέξεις double και up

Ρήμα

double up (en)

  1. (αμετάβατο) διπλώνω, σκύβω γρήγορα, για παράδειγμα γιατί πονάω
    The hit/the pain made him double up.
    Το χτύπημα/ο πόνος τον έκανε να διπλωθεί στα δύο.
    We doubled up with laughter.
    Διπλωθήκαμε στα δυο από τα γέλια.
     συνώνυμα: double over
  2. (μεταβατικό) διπλώνω κάτι στα δυο
    I double up a blanket.
    Διπλώνω μια κουβέρτα στα δυο.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.