doba

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

doba < πρωτοσλαβική doba

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈdɔba/
 

Ουσιαστικό

doba (pl) θηλυκό

  1. το ημερονύχτιο, το εικοσιτετράωρο
  2. (μεταφορικά) η εποχή, η περίοδος

Παράγωγα

  • dobowy



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

doba (sr)

  • λατινική γραφή του доба



Τσεχικά (cs)

Ετυμολογία

doba < πρωτοσλαβική doba

Προφορά

 

Ουσιαστικό

doba (cs) θηλυκό

  1. η εποχή, η περίοδος

Παράγωγα

  • dobový
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.