diluvio

Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

diluvio < λατινική diluvium < diluere

Προφορά

ΔΦΑ : /diˈlu.vjo/

Ουσιαστικό

diluvio (it) αρσενικό (πληθυντικός diluvi)

  1. (μετεωρολογία) ο κατακλυσμός
  2. (σπάνιο) η πλημμύρα
  3. (γεωλογία) συνώνυμο του diluvium
  4. (παρωχημένο) μεγάλο δίχτυ για κυνήγι πτηνών

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.