détraqué

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

détraqué < détraquer

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό détraqué détraqués
θηλυκό détraquée détraquées

détraqué (fr)

  1. διαταραγμένος, αλλοιωμένος, χαλασμένος
    ≈ συνώνυμα: cassé, déréglé, détérioré, disloqué
  2. (οικείο) παλαβός, διεστραμμένος
    ≈ συνώνυμα: dérangé, malade, obsédé, troublé

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό détraqué détraqués
θηλυκό détraquée détraquées

détraqué (fr)

  • ο διεστραμμένος, ο παλαβός
≈ συνώνυμα: désaxé, déséquilibré, fou

Αντώνυμα

  • arrangé
  • dépanné
  • réparé
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.