dépanneur

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

dépanneur < dépanner

Προφορά

ΔΦΑ : /de.pa.nœʁ/

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό dépanneur dépanneurs
θηλυκό dépanneuse dépanneuses

dépanneur (fr)

  1. ο τεχνίτης, ο τεχνικός (η λέξη χρησιμοποιείται για τον ηλεκτρολόγο, τον υδραυλικό, κλπ.)
  2. (Καναδάς) αρσενικό κατάστημα τροφίμων που παραμένει ανοιχτό πέρα από τις κανονικές ώρες των άλλων καταστημάτων

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.