défilage

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

défilage < défiler

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
défilage défilages

défilage (fr) αρσενικό

  • μέρος της παραγωγής χαρτιού, πρόκειται για την διαδικασία κατά την οποία μετατρέπονται κομμάτια υφασμάτων σε κλωστές

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.