cryptique

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
cryptique cryptiques

Ετυμολογία

cryptique < λατινική crypticus < αρχαία ελληνική κρυπτός

Επίθετο

cryptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κρυμμένος, μυστικός
  2. αυτός που βρίσκεται ή που ζει σε σπηλιές

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη crypter
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.