cristallite

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

cristallite < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kristallite < cristall(in) + -ite

Προφορά

ΔΦΑ : /kʁis.ta.lit/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
cristallite cristallites

cristallite (fr) θηλυκό

  1. μικροσκοπικό κρυσταλλικό στοιχείο που συναντάται στα ηφαιστειακά πετρώματα
  2. το σύνολο των στοιχειωδών κρυστάλλων που περιέχονται μέσα στην κυτταρίνη

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.