cristallite
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- cristallite < (άμεσο δάνειο) γερμανική Kristallite < cristall(in) + -ite
Προφορά
- ΔΦΑ : /kʁis.ta.lit/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| cristallite | cristallites |
cristallite (fr) θηλυκό
- μικροσκοπικό κρυσταλλικό στοιχείο που συναντάται στα ηφαιστειακά πετρώματα
- το σύνολο των στοιχειωδών κρυστάλλων που περιέχονται μέσα στην κυτταρίνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.