cope

Αγγλικά (en)

ενεστώτας cope
γ΄ ενικό ενεστώτα copes
αόριστος coped
παθητική μετοχή coped
ενεργητική μετοχή coping

Ρήμα

cope (en) (αμετάβατο)

  • αντιμετωπίζω, αντεπεξέρχομαι, επαρκώ, τα βγάζω πέρα, αντιμετωπίζω κάτι που είναι δύσκολο με επιτυχία
    He coped with the situation humorously.
    Αντιμετώπισε χιουμοριστικά την κατάσταση.
    Can you cope with it on your own?
    Μπορείς ν' αντεπεξέλθεις μόνη σου;
    I cannot cope with so much work.
    Δεν επαρκώ για τόση δουλειά.
    I can’t cope with so many guests.
    Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με τόσους καλεσμένους.
     συνώνυμα:  confront, deal with, face up to, make do και manage

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.