contrary

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός contrary
συγκριτικός more contrary
υπερθετικός most contrary

contrary (en)

  1. (contrary to) αντίθετος προς, αντίθετα από, διαφορετικό από κάτι ή ενάντια σε κάτι
    contrary to our expectations - αντίθετο προς τις προσδοκίες μας
    It is contrary to our aims.
    Είναι αντίθετο προς τις επιδιώξεις μας.
    Contrary to what you believe…
    Αντίθετα από ό,τι πιστεύεις…
  2. αντίθετος, εντελώς διαφορετική φύση ή κατεύθυνση
    contrary interests - αντίθετα συμφέροντα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη opposite

Ουσιαστικό

contrary (en) (μόνο ενικός)

  • (the contrary) το αντίθετο
    evidence for/of the contrary - απόδειξη για το αντίθετο/περί του αντιθέτου

Εκφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.