constat
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| constat | constats |
Ουσιαστικό
constat (fr) αρσενικό
- η διαπίστωση
- (ειδικότερα) το ειδικό έγγραφο που συμπληρώνεται σε περίπτωση σύγκρουσης δύο οχημάτων και από τους δύο οδηγούς
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.