constat

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
constat constats

Ουσιαστικό

constat (fr) αρσενικό

  1. η διαπίστωση
  2. (ειδικότερα) το ειδικό έγγραφο που συμπληρώνεται σε περίπτωση σύγκρουσης δύο οχημάτων και από τους δύο οδηγούς

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.