confesseur

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

confesseur < εκκλησιαστική λατινική confessor

Προφορά

ΔΦΑ : /kɔ̃.fe.sœʁ/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
confesseur confesseurs

confesseur (fr) αρσενικό

  1. στα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού, χριστιανός που δήλωνε ανοιχτά την πίστη του παρά τους διωγμούς
    (κατ’ επέκταση) άγιος του οποίου η ζωή και τα έργα έδειχναν φανερά την πίστη του στους άλλους
     δείτε τη λέξη  apôtre, docteur, martyr
  2. ο εξομολογητής, ο πνευματικός
     δείτε τη λέξη  aumônier, directeur de conscience

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.