complacency
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
complacency (en) (μη μετρήσιμο, συνήθως κακόσημο)
- ο εφησυχασμός, η αίσθηση της αυταρέσκειας, του να είσαι ικανοποιημένος από τον εαυτό σου, αγνοώντας πιθανόν ένα επερχόμενο κίνδυνο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.