chuck

Αγγλικά (en)

ενεστώτας chuck
γ΄ ενικό ενεστώτα chucks
αόριστος chucked
παθητική μετοχή chucked
ενεργητική μετοχή chucking

Ρήμα

chuck (en)

  1. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι απρόσεκτα
    I chuck the ball to someone.
    Πετώ μια μπάλα σε κάποιον.
    I chuck a rock at somebody.
    Πετώ μια πέτρα σε κάποιον (για να τον χτυπήσω).
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη throw
  2. (μεταβατικό, ανεπίσημο) πετάω κάτι ως άχρηστο
    Chuck all these papers!
    Πέτα όλα αυτά τα χαρτιά!
    They chucked all the old furniture and bought new ones.
    Πέταξαν όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασαν καινούρια.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη junk

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.