chit-chat

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

chit-chat (en)

  1. διάλογος για ασήμαντα θέματα
  2. μικροπρεπής διάλογος
  3. (μεταφορικά), (προγραμματισμός) περιττός ή φλύαρος κώδικας λόγω κακής χρήσης της προγραμματιστικής γλώσσας ή λόγω αδυναμιών της γλώσσας

Ρήμα

chit-chat (en)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.