κατινίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.tiˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τι‐νί‐ζω
Ρήμα
κατινίζω συνήθως στον ενεστώτα, παρατατικό (χωρίς παθητική φωνή)
- (προφορικό) συμπεριφέρομαι σαν Κατίνα, κουτσομπολεύω
Συγγενικά
Κλίση
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | κατινίζω | κατίνιζα | θα κατινίζω | να κατινίζω | κατινίζοντας | |
| β' ενικ. | κατινίζεις | κατίνιζες | θα κατινίζεις | να κατινίζεις | κατινίζε | |
| γ' ενικ. | κατινίζει | κατίνιζε | θα κατινίζει | να κατινίζει | ||
| α' πληθ. | κατινίζουμε | κατινίζαμε | θα κατινίζουμε | να κατινίζουμε | ||
| β' πληθ. | κατινίζετε | κατινίζατε | θα κατινίζετε | να κατινίζετε | κατινίζετε | |
| γ' πληθ. | κατινίζουν(ε) | κατίνιζαν κατινίζαν(ε) |
θα κατινίζουν(ε) | να κατινίζουν(ε) |
Μεταφράσεις
κατινίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.