cep

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
cep ceps

Προφορά

ΔΦΑ : /sep/

Ουσιαστικό

cep (fr) αρσενικό

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα


Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /d͡ʒɛp/

Ουσιαστικό

cep (tr)

  1. τσέπη
  2. (κατ’ επέκταση) το τηλέφωνο, ο αριθμός κλήσης ενός κινητού τηλεφώνου
      sende Emre'nin cebi var mı?
    έχεις το τηλέφωνό του Εμρέ;

Κλίση

Παράγωγα

  • cepçi
  • cepli
  • cepsiz

Σύνθετα


Τσεχικά (cs)

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡sɛp/

Ουσιαστικό

cep (cs)

  1. κόπανος σίτου

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.