caveat

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

caveat < (άμεσο δάνειο) λατινική caveat

Ουσιαστικό

caveat (en)

  1. (καθομιλουμένη) προειδοποίηση
  2. (νομικός όρος) δείτε λατινική caveat

Συνώνυμα

Ρήμα

caveat (en)

  1. (καθομιλουμένη) προειδοποιώ
  2. (νομικός όρος) αντιτίθεμαι



Λατινικά (la)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.ve.at/

Ρηματικός τύπος

caveat (la)

Παράγωγα

νομικές εκφράσεις από τον 16ο αιώνα:

  • caveat emptor
  • caveat venditor (σπανιότερο)

βιβλιογραφικές παραπομπές:

  • caveat lector
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.