caveat
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- caveat < (άμεσο δάνειο) λατινική caveat
Συνώνυμα
- proviso
- stipulation
- condition
Λατινικά (la)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.ve.at/
Ρηματικός τύπος
caveat (la)
- γ' ενικό πρόσωπο υποτακτικής του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος caveo: ας προσέχει!
- (νομικός όρος) επιφύλαξη, προειδοποίηση, η υποχρέωση ενημέρωσης συμβαλλόμενου από άλλον
- → δείτε όρος, περιορισμός, αίρεση, περιοριστική ρήτρα
Παράγωγα
νομικές εκφράσεις από τον 16ο αιώνα:
- caveat emptor
- caveat venditor (σπανιότερο)
βιβλιογραφικές παραπομπές:
- caveat lector
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.